Οι αλληλένδετες έννοιες «μεταβίβαση-αντιμεταβίβαση» θεωρούνται θεμελιακές στην σύγχρονη ψυχανάλυση. Η μεταβίβαση αφορά σε συνειδητές και ασυνείδητες αντιδράσεις του αναλυόμενου κυρίως σχετικά με τον αναλυτή που διαμορφώνονται στη διάρκεια της αναλυτικής διαδικασίας προερχόμενες από διασυνδέσεις παροντικών βιωμάτων με τις ιδιαιτερότητες της ψυχοσεξουαλικής εξέλιξης της/του ασθενούς. Η μεταβίβαση εξυπηρετεί τόσο την αναδίφηση αρχαϊκότερων και εν πολλοίς απωθημένων συγκρούσεων όσο και τη διεργασία τους. Ως εκ τούτου, η μεταβίβαση αποδεικνύει ότι το παρελθόν διαθέτει κρίσιμη, καθοριστική επιρροή στο παρόν. Σύμφωνα με τον Freud (1914) ή μεταβίβαση είναι έμφυτα συνδεδεμένη με τον καταναγκασμό της επανάληψης. Είναι ταυτόχρονα αντίσταση αλλά και ο βασικός μοχλός της ψυχαναλυτικής διαδικασίας που οδηγεί στην ψυχική αλλαγή της/του ασθενούς. Η πλειοψηφία των σύγχρονων ψυχαναλυτών θεωρούν ότι η μεταβίβαση επιτρέπει την καλύτερη πρόσβαση προς την ασυνείδητη ψυχική ζωή του αναλυόμενου καθώς και το πιο ισχυρό εργαλείο της ψυχαναλυτικής συνεργασίας. Η ερμηνεία της μεταβίβασης ξεχωρίζει την ψυχανάλυση από όλες τις άλλες ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις. Εντούτοις, υπάρχουν διάφορες τοποθετήσεις ως προς την ερμηνεία της μεταβίβασης στην κλινική ψυχναλυτική εργασία. Για παράδειγμα, ορισμένοι ψυχαναλυτές θεωρούν ότι η ερμηνεία της μεταβίβασης πρέπει να γίνεται από την έναρξη της ψυχαναλυτικής συνεργασίας, ενώ άλλοι θεωρούν ότι προαπαιτείτε η εδραίωση της ψυχαναλυτικής συμμαχίας.
Η αντιμεταβίβαση γενικά αφορά στην στάση, στις αντιλήψεις και στα συναισθήματα του αναλυτή προς των αναλυόμενο. Εν τούτοις υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ σύγχρονων ψυχαναλυτικών ρευμάτων όσον αφορά των πιο συγκεκριμένο ορισμό της αντιμεταβίβασης.ς. Ιστορικά Ο Freud (1915) όρισε την αντιμεταβίβαση ως τα «συμπλέγματα και εσωτερικές αντιστάσεις» του αναλυτή, τα οποία προκύπτουν ως απόκριση στη μεταβίβαση του ασθενούς. Δηλαδή θεωρούσε ότι η αντιμεταβίβαση αφορά σε ψυχικά προβλήματα του αναλυτή που διαστρεβλώνουν ή παρεμποδίζουν την ικανότητα του να κατανοήσει τον αναλυόμενο με την απαιτούμενη διαύγεια . Συνεπώς, απαραίτητες ενέργειες για την αντιμετώπιση της αντιμεταβίβασης είναι η αυτοανάλυση και η ουδετερότητα.
Οι αντιλήψεις, και ακόμα και ο ορισμός της αντιμεταβίβασης άλλαξαν σημαντικά μέσα στο χρόνο. Κρίσιμο ρόλο έπαιξε το θεμελιακό κείμενο της Βρετανίδας ψυχαναλύτριας Paula Heimann (1950) στο οποίο προτείνει ότι ο αναλυόμενος προβάλει πτυχές του εαυτού του ή των εσωτερικευμένων αντικειμένων του στον αναλυτή, και συνεπώς η αντιμεταβίβαση αφορά πτυχές ασυνειδήτων περιεχομένων και διεργασιών του αναλυόμενου. Ως εκ τούτου η αντιμεταβίβαση δεν αφορά μόνον τις νευρωτικές πλευρές του αναλυτή, αλλά και αντιθέτως, τη δυναμική ενός συνόλου ενδοψυχικών δι-αντιδράσεων που μπορεί να προσφέρει σημαντικές πληροφορίες για την ψυχική λειτουργία του ασθενούς – υπό την προϋπόθεση ότι υποβάλλεται στην απαιτούμενη ενσυναισθητική διεργασία εκ μέρους του αναλυτού.
Οι ορισμοί της αντιμεταβίβασης στην σύγχρονη ψυχανάλυση είναι οι εξής (Auchincloss & Samberg, 2012). (1) όλες οι συνειδητές και ασυνείδητες αντιδράσεις του αναλυτή στον αναλυόμενο. (2) η επιρροή των ασυνείδητων ψυχικών συγκρούσεων του αναλυτή όσον αφορά την κατανόησή του ασθενή, καθώς και την αναλυτική του λειτουργία συνολικά. (3) όλες οι συναισθηματικές αντιδράσεις του αναλυτή προς τον αναλυόμενο, περιλαμβανόμενες και οι αντιδράσεις στην προσωπικότητα του αναλυόμενου, καθώς και στην εν γένει ζωή του . Οι αντιδράσεις αυτές ενδέχεται να επηρεάζονται σε ελάχιστο βαθμό από την ασυνείδητη ζωή του αναλυτή (4) Οι ψυχικές αντιδράσεις του αναλυτή στον αναλυόμενο που αντανακλούν, τουλάχιστον εν μέρει, μια ασυνείδητη ταύτιση με την ασυνείδητη ψυχική ζωή του ασθενούς. Αυτές οι αντιδράσεις αποτελούν τον κυρίαρχο τρόπο της ψυχαναλυτικής κατανόησης για τον αναλυτή. (5) Η «ανταπόκριση ρόλου» (role responsiveness) Το αποτέλεσμα της ασυνείδητης επιθυμίας του αναλυόμενου να αντίδραση ο αναλυτής με τρόπο που συνάδει με τις μεταβιβαστικές φαντασιώσεις του. (6) Το αποτέλεσμα των προβλητικών ταυτίσεων του αναλυόμενου, όπου ο αναλυόμενος ασυνείδητα προβάλλει ψυχικά αποκρουόμενες πτυχές αναπαραστάσεων εαυτού/αλλου μέσα στον αναλυτή και στη συνέχεια αλληλοεπιδρά με τον αναλυτή με τρόπους που προωθούν την υποκειμενική εμπειρία του αναλυτή σχετικά με αυτές τις αναπαραστάσεις. (7) Οι συνεχόμενες και εν τέλει αναπόφευκτες υποκειμενικές αντιδράσεις του αναλυτή προς τον αναλυόμενο που μπορούν να γίνουν αντιληπτές μόνο εκ των υστέρων (8) Μια μεταβιβαστική-αντιμεταβιβαστική μήτρα που δημιουργείται από αναλυόμενο-αναλυτή και εξελίσσεται και αλλάζει συνεχώς. Οι διαφορετικοί ορισμοί έχουν σημαντικές επιπτώσεις σε σχέση μ την τεχνική. Για παράδειγμα, ορισμένοι αναλυτές θεωρούν ότι η αποκάλυψη της αντιμεταβίβασης στον αναλυόμενο δεν ευνοεί ή μπορεί και να βλάψει την ψυχναλυτική συνεργία, ενώ άλλοι ισχυρίζονται ότι η αποκάλυψη είναι απαραίτητη για την βέλτιστη συνεργασία.
Οι πολλαπλοί, διαιρετικοί ορισμοί της αντιμεταβίβασης δημιουργούν σύγχυση καθώς και διαμάχες στο σύγχρονο ψυχαναλυτικό πλαίσιο. Συνολικά όμως η έννοια θεωρείται σημαντική σε όλες τα σύγχρονα ψυχαναλυτικά ρεύματα διότι επιτρέπει τον αναλυτή να συλλογιστεί την θέση της υποκειμενικότητάς του στο πλαίσιο της ψυχαναλυτικής εργασίας και κατ’ επέκταση το κατά πόσο η ερμηνεία της μεταβίβασης δεν υπαγορεύεται από την αντιμεταβίβαση.
Στις συναντήσεις μας θα γινεί μια σύντομη ιστορική αναδρομή σχετικά με τις έννοιες μεταβίβαση-αντιμεταβίβαση και στην συνέχεια θα επικεντρωθούμε σε πιο σύγχρονες συλλήψεις Σύντομες κλινικές βινιέτες θα παρουσιαστούν προκειμένου να καταστεί σαφέστεροί το θεωρητικό υπόβαθρο.
Το σεμινάριο θα πραγματοποιηθεί στο χώρο του Ινστιτούτου «Γαληνός», Μεσογείων 260, Χολαργός, 15561.
Ο αριθμός των συμμετεχόντων για την επιτόπια παρακολούθηση είναι περιορισμένος. Είναι απαραίτητη η δήλωση συμμετοχής. Θα τηρηθεί σειρά προτεραιότητας.
Δηλώσεις και πληροφορίες συμμετοχής: edu@galinos–psy.gr